Σε Πειραιά και Αθήνα λειτουργούν 572 ναυτιλιακές εταιρείες που διαχειρίζονται 5.340 πλοία - Υπάρχουν 86 μονοβάπορες εταιρείες
Σε Πειραιά και Αθήνα βρίσκονται εγκατεστημένες 572 εταιρείες διαχείρισης εμπορικών πλοίων, πλην της επιβατηγού ναυτιλίας, καθένα εκ των οποίων διαθέτει χωρητικότητα τουλάχιστον 1.000 gt.
Τα πλοία ανέρχονται σε 5.340, επίπεδα αυξημένα κατά 2,3% έναντι της αντίστοιχης έρευνας του 2024 (5.222 πλοία) και κατά 2,9% έναντι της αντίστοιχης έρευνας του 2023 (5.187 πλοία).
Τα αποκαλυπτικά αυτά στοιχεία αναφέρονται στην ετήσια έκθεση των “Ναυτικών Χρονικών”,
Στην ίδια έρευνα επισημαίνεται ότι όσον αφορά τον αριθμό των εταιρειών, εκείνος εμφανίζεται μειωμένος κατά 0,3% σε ετήσια βάση (574 εταιρείες) και αυξημένος κατά 2,1% έναντι του 2023 (560 εταιρείες).
Από τις 572 εταιρείες, οι 308 (53,8%) διαχειρίζονται αποκλειστικά bulk carriers και οι 119 (20,8%) αποκλειστικά δεξαμενόπλοια. Συνεπώς, τρεις στις τέσσερις εταιρείες διαχειρίζονται στόλο με εξειδίκευση σε έναν τύπο πλοίου της χύδην φορτηγού ναυτιλίας.
Εννέα εταιρείες (1,6%) διαχειρίζονται αποκλειστικά containerships, πέντε εταιρείες (0,9%) αποκλειστικά LNG carriers και εννέα εταιρείες (1,6%) αποκλειστικά LPG carriers, ενώ 28 εταιρείες (4,9%) πλοία άλλων τύπων, τα οποία στην πλειονότητά τους είναι μεταφοράς ασβεστόλιθου (τσιμεντάδικα), γενικού φορτίου, πλοία-ψυγεία, καθώς και πλοία μεταφοράς οχημάτων.
Για ακόμα ένα έτος, τονίζεται στην έκθεση των “Ναυτικών Χρονικών”, καταγράφεται σημαντική μεταβολή του αριθμού εταιρειών διαχείρισης δύο ή περισσότερων τύπων πλοίων. Υπάρχουν 94 εταιρείες που εμπίπτουν στη συγκεκριμένη κατηγορία ειδίκευσης και οι οποίες κυρίως κατά κανόνα διαχειρίζονται bulk carriers και δεξαμενόπλοια ή bulk carriers και containerships. Στην έρευνα του 2024, ο αριθμός τους ήταν 105, ενώ στην έρευνα του 2023 ήταν 95.
Αξιοσημείωτη μεταβολή αποτελεί η σταδιακή άνοδος των εταιρειών αποκλειστικής διαχείρισης bulk carriers, από 288 το 2023 σε 291 το 2024 και σε 308 το 2025.
Στην αντίθετη κατεύθυνση, με μικρότερη ένταση ωστόσο, κινήθηκαν οι εταιρείες που διαχειρίζονται αποκλειστικά δεξαμενόπλοια, ο αριθμός των οποίων το 2025 διαμορφώνεται σε 119, έναντι 122 το 2024 και 124 το 2023.
Οι διαφορές στον μέσο αριθμό πλοίων που διαχειρίζονται οι επιχειρήσεις της κάθε κατηγορίας ειδίκευσης είναι σημαντικές. Οι 308 εταιρείες αποκλειστικής διαχείρισης bulk carriers διαθέτουν αθροιστικό στόλο 2.079 πλοίων, με τον μέσο αριθμό πλοίων ανά εταιρεία να ανέρχεται σε 6,8.
Οι 119 εταιρείες αποκλειστικής διαχείρισης δεξαμενόπλοιων διαθέτουν αθροιστικό στόλο 1.186 πλοίων, με τον μέσο αριθμό πλοίων ανά εταιρεία να ανέρχεται σε 9,9. Για τις εταιρείες διαχείρισης πολλαπλών τύπων πλοίων, οστόλος αριθμεί 1.630 πλοία, με τον μέσο όρο πλοίων ανά εταιρεία να ανέρχεται σε 17,5.
Οι έξι εταιρείες που διαχειρίζονται αποκλειστικά LNG carriers είναι κατά μέσο όρο μεγάλου μεγέθους, δεδομένου ότι ο στόλος τους αγγίζει τα 120 πλοία και ο μέσος αριθμός πλοίων ανά εταιρεία διαμορφώνεται σε 24.
Στη φετινή έρευνα, από τις 572 ναυτιλιακές επιχειρήσεις, το 54% (307) είναι μικρού μεγέθους, το 30% (175) είναι μεσαίου μεγέθους και το 16% (90) είναι μεγάλου μεγέθους.
Το ποσοστό των εταιρειών μεγάλου μεγέθους καταγράφει περιορισμένες μεταβολές τα τελευταία τρία έτη: και το 2023 το ποσοστό ήταν ίσο με 16%.
Αντιθέτως, στην περίπτωση των εταιρειών μικρού μεγέθους, το ποσοστό έχει μειωθεί από το 57% το 2023 σε 54% το 2025, με συνεπακόλουθη άνοδο του ποσοστού των εταιρειών μεσαίου μεγέθους από 27% το 2023 σε 30% το 2025.
Στην ευρύτερη περιοχή Πειραιάς/Αθήνα βρίσκονται 307 ναυτιλιακές επι- χειρήσεις μικρού μεγέθους (στόλος έως πέντε πλοία). Ο αριθμός τους έχει μειωθεί σε σχέση με την αντίστοιχη έρευνα του 2024, οπότε και ήταν ίσος με 321. Οι 307 ναυτιλιακές εταιρείες φέτος διαχειρίζονται αθροιστικά 815 πλοία (15% του στόλου), με καθεμία από αυτές να διαχειρίζεται συνεπώς κατά μέσο όρο 2,7 πλοία.
Από τις 307 εταιρείες, οι 86 διαχειρίζονται μόλις ένα πλοίο (28% των εταιρειών μικρού μεγέθους), οι 68 δύο πλοία (22% των εταιρειών), οι 62 τρία πλοία (20%), οι 48 τέσσερα πλοία (16%) και οι 43 (14%) πέντε πλοία.
Σε ετήσια βάση, καταγράφεται μείωση του αριθμού εταιρειών διαχείρισης ενός πλοίου (-5), δύο πλοίων (-11), τεσσάρων πλοίων (-3) και πέντε πλοίων (-2), ενώ σημειώνεται άνοδος του αριθμού εταιρειών διαχείρισης τριών πλοίων (+7).
Το 30% των ναυτιλιακών επιχειρήσεων εμπίπτουν στην κατηγορία των εταιρειών μεσαίου μεγέθους, καθώς διαχειρίζονται από 6 έως 15 πλοία. Ο αριθμός τους έχει αυξηθεί ελαφρώς έναντι του 2024, στις 175 από 168.
Ο αθροιστικός στόλος των 175 εταιρειών αγγίζει τα 1.646 πλοία. Κατά μέσο όρο, μια ναυτιλιακή επιχείρηση μεσαίου μεγέθους διαχειρίζεται 9,4 πλοία. Από αυτές τις εταιρείες, οι 116 (66% των εταιρειών μεσαίου μεγέθους και συν έξι σε σύγκριση με το 2024) διαχειρίζονται από 6 έως 10 πλοία, ενώ οι 59 (34%) από 11 έως 15 πλοία (συν μία σε σύγκριση με πέρυσι).
Το 16% των εταιρειών διαθέτουν στόλο τουλάχιστον 16 πλοίων και συνεπώς θεωρούνται εταιρείες μεγάλου μεγέθους. Ο αριθμός τους έχει αυξηθεί ελαφρώς έναντι του 2024, από 85 σε 90.
Ο αθροιστικός τους στόλος αγγίζει τα 2.879 πλοία και συνεπώς κατά μέσο όρο μια εταιρεία μεγάλου μεγέθους διαχειρίζεται 32 πλοία.
Από τις 90 εταιρείες μεγάλου μεγέθους, 52 εταιρείες (57,8% των εταιρειών μεγάλου μεγέθους – ίδιος αριθμός με πέρυσι) διαχειρίζονται από 16 έως 29 πλοία, 25 εταιρείες (27,8% των εταιρειών – συν οκτώ σε σύγκριση με το 2024) από 30 έως 49 πλοία και 13 εταιρείες (14,4% των εταιρειών – τρεις λιγότερες σε σύγκριση με πέρυσι) τουλάχιστον 50 πλοία.
Ο αθροιστικός στόλος των 13 εταιρειών πολύ μεγάλου μεγέθους είναι 846 πλοία, δηλαδή περισσότερα από τον αθροιστικό στόλο των 307 εταιρειών μικρού μεγέθους (815 πλοία).
Οι Έλληνες πλοιοκτήτες διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην παγκόσμια αγορά ναυτιλίας χύδην ξηρού φορτίου, καθώς, σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση της ΕΕΕ, το 25,2% του παγκόσμιου στόλου bulk carriers βρίσκεται υπό ελληνική διαχείριση. Στον Πειραιά και στην Αθήνα υπάρχουν 308 εταιρείες αποκλειστικής διαχείρισης bulk carriers, καταλαμβάνοντας ποσοστό 53,8% επί του συνόλου των εταιρειών.
Ο αριθμός τους έχει αυξηθεί σε σύγκριση με το 2024, οπότε και ανερχόταν σε 291. Ο αθροιστικός τους στόλος φτάνει τα 2.079 πλοία (38,9% του στόλου).
Από τις 308 εταιρείες, οι 188 (61%) είναι μικρού μεγέθους, οι 94 (31%) είναι μεσαίου μεγέθους και οι 26 (8%) είναι μεγάλου μεγέθους. Τα ποσοστά διαφοροποιούνται ελαφρώς έναντι του 2024 και του 2023, με το ποσοστό των εταιρειών μικρού μεγέθους να έχει μειωθεί από 64% σε 61% και εκείνο των εταιρειών μεσαίου μεγέθους να έχει αυξηθεί από 28% σε 31%.
Ταυτόχρονα, οι εταιρείες αποκλειστικής διαχείρισης bulk carriers είναι μικρότερες –κατά μέσο όρο– σε μέγεθος. Αυτό αντανακλάται και στο γεγονός ότι το ποσοστό εταιρειών μικρού μεγέθους είναι 61% εφόσον ληφθούν υπόψη μόνο οι εταιρείες αποκλειστικής διαχείρισης bulk carriers, αλλά 54% εάν ληφθούν υπόψη όλες οι εταιρείες του Πειραιά/Αθήνας.
Από τις 188 εταιρείες αποκλειστικής διαχείρισης bulk carriers μικρού μεγέθους, 46 (24%) διαχειρίζονται μόλις ένα πλοίο, 38 (20%) δύο πλοία, 41 (22%) τρία πλοία, 30 (16%) τέσσερα πλοία και 33 (18%) πέντε πλοία. Η συγκεκριμένη κατανομή δεν παρουσιάζει ουσιαστικές διαφορές έναντι εκείνης επί του συνόλου των εταιρειών.
Δεδομένου του πρωταγωνιστικού ρόλου των Ελλήνων πλοιοκτητών στην παγκόσμια αγορά δεξαμενόπλοιων, ένας σημαντικός αριθμός ναυτιλιακών επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στον Πειραιά και στην Αθήνα επικεντρώνονται αποκλειστικά στη διαχείριση δεξαμενόπλοιων.
Εκατόν δεκαεννέα εταιρείες διαχειρίζονται αποκλειστικά δεξαμενόπλοια: οι 60 από αυτές (50%) είναι μικρού μεγέθους, οι 38 (32%) είναι μεσαίου μεγέθους και οι 21 (18%) είναι μεγάλου μεγέθους.
Ο αριθμός τους έχει μειωθεί οριακά έναντι του 2024, οπότε και υπήρχαν 122 αντίστοιχες εταιρείες. Ο αθροιστικός τους στόλος αγγίζει τα 1.186 πλοία και συνεπώς οι εταιρείες αποκλειστικής διαχείρισης tankers διαχειρίζονται κατά μέσο όρο 9,9 πλοία.
Όσον αφορά την κατανομή μεγέθους, εκείνη παρουσιάζει οριακές διαφορές σε σύγκριση με το 2024, με οριακή πτώση να καταγράφεται στο ποσοστό που καταλαμβάνουν οι εταιρείες μικρού μεγέθους (από 52% πέρυσι σε 50% φέτος).
Ταυτόχρονα, έχει αυξηθεί αντίστοιχα το ποσοστό που καταλαμβάνουν οι εταιρείες μεσαίου μεγέθους (από 30% σε 32%). Από τις εταιρείες διαχείρισης δεξαμενόπλοιων μικρού μεγέθους (60), οι 22 (36,7%) διαχειρίζονται μόλις ένα πλοίο, οι 16 (26,7%) δύο πλοία, οι 10 (16,7%) τρία πλοία, οι οκτώ (13,2%) τέσσερα πλοία και οι τέσσερις (6,7%) πέντε πλοία.
Όσον αφορά συγκεκριμένα τις μονοβάπορες εταιρείες, πρόκειται για 22 δεξαμενόπλοια, εκ των οποίων τα τέσσερα έχουν χωρητικότητα κάτω από 10.000 dwt και τα υπόλοιπα τέσσερα διαθέτουν χωρητικότητα κατά μέσο όρο περίπου 15.000 dwt.
Τα οκτώ αυτά tankers ανήκουν στην κατηγορία των Small Tankers, με το μέγεθός τους να είναι ιδιαίτερα μικρό, υποδεικνύοντας ότι δραστηριοποιούνται σε πετρελεύσεις ή ευρύτερα στη ναυτιλία μικρών αποστάσεων.
Όσον αφορά τη σύγκριση της κατανομής μεγέθους με εκείνη επί του συνόλου των εταιρειών, δεν καταγράφονται σημαντικές μεταβολές.
Από τις 94 εταιρείες διαχείρισης πολλαπλών τύπων πλοίων, οι 33 (35%) είναι μεγάλου μεγέθους, οι 34 (36%) είναι μεσαίου μεγέθους και οι 27 (29%) είναι μικρού μεγέθους. Το 35% που συγκεντρώνουν οι εταιρείες μεγάλου μεγέθους είναι το υψηλότερο ποσοστό τους τα τελευταία τρία έτη, όμως παραμένει κοντά στο ποσοστό του 2023 (34%).
Σε σύγκριση με το 2024, ο αριθμός των εταιρειών έχει μειωθεί από 105 σε 94. Αθροιστικά, οι εταιρείες αυτές διαχειρίζονται 1.630 πλοία και συνεπώς καθεμία από αυτές κατά μέσο όρο 17,5 πλοία.
Όσον αφορά την ποσοστιαία κατανομή μεγέθους, σημειώνεται άνοδος του ποσοστού που καταλαμβάνουν οι εταιρείες μεγάλου μεγέθους (από 29% το 2024 σε 35% το 2025). Από την άλλη, σημειώνεται μικρή πτώση στο ποσοστό των εταιρειών μεσαίου μεγέθους (από 39% το 2024 σε 36% το 2025) αλλά και των εταιρειών μικρού μεγέθους (από 32% το 2024 σε 29% το 2025).
Από τις εταιρείες διαχείρισης πολλαπλών τύπων πλοίων, μικρού μεγέθους είναι οι 27. Μόλις δύο πλοία διαχειρίζονται οι έξι (22%), τρία πλοία οι επτά(26%), τέσσερα πλοία οι εννέα (33%) και πέντε πλοία οι πέντε (19%).
Συνολικά, υπάρχουν 94 εταιρείες διαχείρισης πολλαπλών τύπων πλοίων. Οι 83 διαχειρίζονται δύο τύπους πλοίων (-10 σε σύγκριση με το 2024), οι οκτώ τρεις τύπους (-2 σε σύγκριση με το 2024), δύο διαχειρίζονται τέσσερις τύπους πλοίων (+1) και μία διαχειρίζεται πέντε τύπους πλοίων (ίδιος αριθμός με το 2024).
Δημοφιλέστεροι συνδυασμοί είναι οι εξής: bulk carriers και δεξαμενόπλοια (36), bulk carriers και containerships (17), tankers και LPG carriers (εννέα), bulk carriers και άλλου τύπου (οκτώ) και bulk carriers, tankers, containerships (πέντε).
Ο εμπορικός στόλος –εκτός των πλοίων της επιβατηγού ναυτιλίας– ο οποίος βρίσκεται υπό την εμπορική ή/και λειτουργική διαχείριση των εταιρειών που είναι εγκατεστημένες στον Πειραιά και στην Αθήνα απαρτίζεται από 5.340 πλοία.
Η αθροιστική χωρητικότητα των συγκεκριμένων πλοίων ανέρχεται σε 447.130.007 dwt, η μέση χωρητικότητα σε 83.732 dwt και η μέση ηλικία σε 13,31 έτη.
Τα συγκεκριμένα πλοία είναι εννέα διαφορετικών τύπων και είναι συνολικά νηολογημένα σε 40 διαφορετικά νηολόγιο, ενώ έχουν κατασκευαστεί σε τουλάχιστον 32 διαφορετικές χώρες.
Σε σύγκριση με την έρευνα του 2024, ο αριθμός των πλοίων του στόλου έχει αυξηθεί κατά 2,3%, ενώ η χωρητικότητα του στόλου κατά 1%.
Η συντριπτική πλειοψηφία των πλοίων που βρίσκονται υπό τη διαχείριση εταιρειών εγκατεστημένων στον Πειραιά και στην Αθήνα είναι πλοία της χύδην φορτηγού ναυτιλίας. Το 50,9% (2.719) των πλοίων είναι bulk carriers και το 29,6% (1.582) είναι δεξαμενόπλοια.
Επιπλέον, το 9,8% (525) των πλοίων είναι containerships, το 3,4% (179) είναι LNG carriers, το 2,9% (156) είναι LPG carriers, ενώ το 3,4% (179) είναι άλλου τύπου. Τα συγκεκριμένα ποσοστά δεν σημειώνουν κάποια σημαντική μεταβολή έναντι εκείνων του 2024.
Η ποσοστιαία κατανομή παρουσιάζει κάποιες αξιοσημείωτες μεταβολές εφόσον για τον υπολογισμό της ληφθεί υπόψη η χωρητικότητα των πλοίων και όχι ο αριθμός τους. Το ποσοστό των δεξαμενόπλοιων αυξάνεται σε 39,2% έναντι 29,6%, ενώ μειώνονται λίγο τα ποσοστά των containerships (στο 6,7% από 9,8%), των LPG carriers (στο 0,9% από 2,9%) και των πλοίων άλλου τύπου (στο 0,5% από 3,4%).
Τα 5.340 πλοία των εταιρειών που βρίσκονται εγκατεστημένες σε Πειραιά και Αθήνα διαθέτουν μέση ηλικία 13,3 ετών. Από τα πλοία αυτά, τα 650 (12%) ανήκουν στην ομάδα πλοίων ηλικίας έως πέντε ετών, η μέση ηλικία των οποίων αγγίζει τα 2,8 έτη.
Εννιακόσια ογδόντα ένα (18%) πλοία ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 6 έως 10 ετών και διαθέτουν μέση ηλικία 8,3 ετών, ενώ 1.921 (36%) ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 11 έως 15 ετών με μέση ηλικία 13,3 έτη.
Επιπλέον, 1.293 (24%) ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 16 έως 20 ετών και διαθέτουν μέση ηλικία 17,6 ετών. Συνεπώς, έξι στα δέκα πλοία του στόλου ελληνικής διαχείρισης έχουν ηλικία μεταξύ των 11 και των 20 ετών.
Το 6% (315 πλοία) το στόλου έχει ηλικία 21 έως 25 ετών, με τη μέση ηλικία να διαμορφώνεται στα 22,5 έτη, ενώ το 4% (180 πλοία) ηλικία τουλάχιστον 26 ετών, με τη μέση ηλικία να ανέρχεται σε 31,9 έτη.
Είναι άξιο αναφοράς ότι τα νεότερα πλοία έχουν κατά μέσο όρο αρκετά υψηλότερη μέση χωρητικότητα, η οποία ξεκινά από 103.880 dwt για τα πλοία ηλικίας έως πέντε ετών, ενώ μειώνεται σημαντικά στα 70.724 dwt για πλοία ηλικίας 16 έως 20 ετών και διαμορφώνεται σε μόλις 21.275 dwt για πλοία ηλικίας τουλάχιστον 26 ετών.
Όσον αφορά την κατανομή ηλικίας το 2025 έναντι εκείνων το 2024 και το 2023, υπάρχει τάση αύξησης της μέσης ηλικίας του στόλου. Το ποσοστό των πλοίων ηλικίας 6 έως 10 ετών έχει μειωθεί από 22% το 2023 σε 18% το 2025, ενώ εκείνο των πλοίων ηλικίας 11 έως 15 ετών από 39% το 2023 σε 36% το 2025. Από την άλλη, το ποσοστό των πλοίων ηλικίας 16 έως 20 ετών
Τα 5.340 πλοία του στόλου ελληνικής διαχείρισης έχουν κατασκευαστεί κατά κύριο λόγο στη Νότια Κορέα, στην Κίνα και στην Ιαπωνία. Οι τρεις αυτές χώρες έχουν κατασκευάσει αθροιστικά το 92% του στόλου που διαχειρίζονται εταιρείες εγκατεστημένες στον Πειραιά και στην Αθήνα: Νότια Κορέα– 33%, Κίνα – 32%, Ιαπωνία – 27%.
Το 33% (1.760) των πλοίων έχει κατασκευαστεί στη Νότια Κορέα, με την αθροιστική χωρητικότητα να αγγίζει τα 181.221.251 dwt και τη μέση χωρητικότητα τα 102.966 dwt, ενώ η μέση ηλικία ανέρχεται σε 12,3 έτη.
Το 32% (1.722) των πλοίων έχει κατασκευαστεί στην Κίνα, με την αθροιστική χωρητικότητα να αγγίζει τα 138.746.928 dwt και τη μέση χωρητικότητα τα 80.573 dwt, ενώ η μέση ηλικία ανέρχεται σε 12 έτη.
Το 27% (1.427) των πλοίων έχει κατασκευαστεί στην Ιαπωνία, με την αθροιστική χωρητικότητα να αγγίζει τα 103.994.835 dwt και τη μέση χωρητικότητα τα 72.877 dwt, ενώ η μέση ηλικία ανέρχεται σε 14,9 έτη.
Επιπλέον, το 8% (431) των πλοίων έχει κατασκευαστεί σε κάποια άλλη χώρα, με την αθροιστική χωρητικότητα αυτών των πλοίων να διαμορφώνεται σε 23.166.993 dwt, τη μέση χωρητικότητα σε 53.752 dwt και τη μέση ηλικία σε 17,4 έτη.
Παρότι Νότια Κορέα και Κίνα έχουν κατασκευάσει περίπου τον ίδιο αριθμό πλοίων, η διαφορά σε όρους αθροιστικής χωρητικότητας ξεπερνά τα 40 εκατ. dwt και σε όρους μέσης χωρητικότητας τα 80.573 dwt.
Συνεπώς, η Νότια Κορέα ναυπηγεί κατά μέσο όρο μεγαλύτερα πλοία από ό,τι η Κίνα, γεγονός που συνάδει με την ειδίκευση των ναυπηγείων της εκάστοτε χώρας: η Νότια Κορέα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στα δεξαμενόπλοια, ενώ η Κίνα στα bulk carriers.
Content Original Link:
" target="_blank">