Ο κ. Σίμος Παληός μιλά στους Ηλία Μπίσια και Γιάννη Θεοδωρόπουλο

Ο κ. Σίμος Παληός μιλά στους Ηλία Μπίσια και Γιάννη Θεοδωρόπουλο
Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου Η θάλασσα είναι δρόμος – Για την ελληνική ναυτοσύνη του χτες και του αύριο, ο κ. Σίμος Παληός μοιράζεται με το αναγνωστικό κοινό των Ναυτικών Χρονικών εμπειρίες και αναμνήσεις με εστίαση στις σημαντικές στιγμές της ζωής του: από τη γενέθλια πατρίδα του, τη Χίο, μέχρι και τις σύγχρονες διεθνείς ναυτιλιακές μητροπόλεις.
1. Ποια ήταν η αφορμή για την έκδοση του βιβλίου Η θάλασσα είναι δρόμος – Για την ελληνική ναυτοσύνη του χτες και του αύριο;
Τη θάλασσα την αγαπώ, διότι μου έχει προσφέρει πολλά και απλόχερα. Μεγάλωσα μέσα στη θάλασσα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν ήμουν πέντε έξι χρονών, με πήρε μαζί του ο πατέρας μου σε ταξίδι και ουσιαστικά τελείωσα την πρώτη δημοτικού μέσα στο βαπόρι. Στη Χίο εκείνα τα χρόνια δεν είχαμε άλλη ασχολία πέρα από τη θάλασσα.
Η θάλασσα είναι γλυκιά και μπορεί να σου εξασφαλίσει το μέλλον. Μέσω αυτής συναναστρέφεσαι με ανθρώπους από όλον τον κόσμο. Σήμερα, δε, ανοίγεται ένα πεδίον δόξης λαμπρόν για οποίον επιθυμεί να ασχοληθεί με τα επαγγέλματα της θάλασσας. Είναι μια ωραία ενασχόληση και με θλίβει το γεγονός ότι οι Έλληνες δεν ακολουθούν πλέον τα εν λόγω επαγγέλματα. Με την έκδοση του βιβλίου, λοιπόν, στόχος μου είναι να «γονιμοποιήσω» το ενδιαφέρον του μέσου Έλληνα να ασχοληθεί με τα επαγγέλματα της θάλασσας, όχι απαραίτητα με το ναυτικό επάγγελμα. Και μάλιστα τώρα, που οι πιο σύγχρονες γενιές τρέχουν με… ταχύτητα φωτός. Κάθε τριάμισι χρόνια καταγράφονται σημαντικές τεχνολογικές αλλαγές, που αλλάζουν την καθημερινότητα του κόσμου και επηρεάζουν τις νεότερες γενιές σε όλα τα επίπεδα. Το ίδιο ισχύει και στη ναυτιλία, όπου ανά έξι μήνες προτείνεται μια νέα τεχνολογία ή ένα νέο καύσιμο φαντάζει ως μια πιο ρεαλιστική επιλογή για την ενεργειακή μετάβαση του παγκόσμιου στόλου.
Σε μια τέτοια περίοδο έντονων μεταβολών, η θάλασσα είναι δρόμος για πολλούς νέους. Και επαναλαμβάνω: Δεν είναι μόνο το ναυτικό επάγγελμα. Γύρω από τη ναυτιλία εκτείνονται πολλές δραστηριότητες με μεγάλη ζήτηση για θέσεις εργασίας, όπως δικηγόροι, μηχανικοί και τόσα άλλα επαγγέλματα.
2. Σε δημόσιες τοποθετήσεις σας συχνά αναφέρεστε στη μητέρα σας. Τι ρόλο διαδραμάτισε στην επαγγελματική σας επιτυχία;
H μητέρα μου ήταν πραγματική «ναυτικός», αφού μεγάλωσε μέσα στη θάλασσα. Ο σύζυγός της ήταν ναυτικός. Ο πατέρας της, ο Λεωνίδας Κολλάκης, ήταν εμποροπλοίαρχος και στη συνέχεια εφοπλιστής, ενώ και η μητέρα της προερχόταν από εφοπλιστική οικογένεια. Ο αδελφός της, επίσης, ήταν εμποροπλοίαρχος. Καταλαβαίνετε ότι, ως οικογένεια, ήμασταν ανέκαθεν μέσα στη ναυτιλία. Συνεπώς, η μητέρα μου ήξερε επακριβώς τις ιδιαιτερότητες της ναυτιλιακής δραστηριότητας. Όταν ήθελα να ρωτήσω κάτι για τη ναυτιλία, τη συμβουλευόμουν, ειδικά μετά την απώλεια του πατέρα μου. Η μητέρα μου ήταν αυτή που με παρακίνησε να ασχοληθώ με τη ναυτιλία χωρίς κανέναν δισταγμό. Μου έλεγε χαρακτηριστικά: «Εσύ δεν κάνεις για αρχιμηχανικός και δεν θα γίνεις υπάλληλος. Θα αγοράσεις βαπόρια. Κι αν δεν πας καλά, δεν πειράζει. Τι είχαμε, τι χάσαμε». Δεν είναι κάτι που ακούς εύκολα από μια μητέρα, ειδικά σε αυτή τη νεαρή ηλικία.
3. Γενικότερα, ποιος ήταν ο ρόλος των γυναικών στην ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας;
Διαδραμάτισαν σημαντικότατο ρόλο. Από προσωπική εμπειρία, μπορώ να σας πω ότι οι γυναίκες των ναυτικών, τουλάχιστον στις Οινούσσες και στον Βροντάδο, έκαναν τεράστια αποταμίευση από τα χρήματα που τους έστελναν οι σύζυγοί τους. Ήταν φειδωλές στα έξοδά τους, μετρημένες. Το ίδιο ίσχυε και για τη δική μου μητέρα. Διαχειριζόταν τα χρήματα του πατέρα μου, του παππού μου και του ετεροθαλούς αδελφού του πατέρα μου. Οι γυναίκες αυτές ήταν το «πουγκί» των ναυτικών οικογενειών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, το «πουγκί» αυτό κατάφερε να σώσει οικογένειες αλλά και επιχειρήσεις σε περιόδους οικονομικής κατήφειας. Η ναυτιλία των Ελλήνων στηρίχτηκε σε αυτές τις αξίες. Κυρίως όμως στηρίχτηκε σε οικονομικά κεφάλαια που κατείχαν οι προηγούμενες γενιές και όχι σε «κάτοπτρα» και σε θεωρίες με τις οποίες ευδοκιμούν επιχειρήσεις σήμερα.
4. Στο βιβλίο αναφέρεστε συχνά στις αναμνήσεις σας από τη Χίο και κυρίως στις παραδόσεις και στις αξίες του νησιού, που σας συγκλόνισαν από μικρή, παιδική ηλικία. Ποιες είναι αυτές οι αξίες που διδαχτήκατε από τη χιώτικη ναυτική παράδοση;
Η χιώτικη ναυτική παράδοση είναι ένα πραγματικό σχολείο. Ο κύριος λόγος που πετύχαμε στη ναυτιλία είναι ότι δεν είχαμε και πολλές επαγγελματικές διεξόδους, αν εξαιρέσει κανείς τη μαστίχα και τα εσπεριδοειδή. Όλοι είχαμε οικογενειακή παράδοση με τη θάλασσα, αλλά δεν μιμούμασταν ο ένας τον άλλον. Άλλωστε, η θάλασσα μας χωράει όλους.
5. Με δεδομένο ότι όλα αυτά τα χρόνια στηρίζετε την ελληνική ναυτοσύνη και τον Έλληνα ναυτικό, ποιες ευκαιρίες και προκλήσεις εντοπίζετε για το ναυτικό επάγγελμα σήμερα;
Εμείς συνεχίζουμε να επιμένουμε στον Έλληνα ναυτικό. Είναι ένα είδος παράδοσης. Παλαιότερα, ο Έλληνας ναυτικός είχε ανεπτυγμένη την έννοια της ναυτοσύνης. Φοβάμαι ότι σήμερα, λόγω των διαφόρων εργασιών που καλείται να φέρει εις πέρας ο καπετάνιος, έπαψε να είναι ναυτίλος. Δεν χρησιμοποιεί εξάντα και δεν γνωρίζει να κάνει απλές αλλά πολύ σημαντικές εργασίες πάνω στο πλοίο. Ο Έλληνας ναυτικός πρέπει να έχει στις φλέβες του την αλμύρα της θάλασσας.
6. Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών που δραστηριοποιείστε στη ναυτιλία, έχετε βιώσει κρίσεις της ναυλαγοράς, αλλά και κοινωνικές και πολιτικές κρίσεις. και παρ’ όλα αυτά καταφέρατε να επιβιώσετε, σε αντίθεση με συναδέλφους σας που αφανίστηκαν. Πώς καταφέρνει ένας μεγάλος ναυτιλιακός οίκος να μην αφανιστεί; Δεν μπορεί να είναι μόνο θέμα τύχης.
Όλα είναι θέμα προσφοράς και ζήτησης. Η προσφορά και η ζήτηση είναι ημιτονοειδείς καμπύλες. Συχνά συμβουλεύομαι μια γραφική παράσταση της ναυλαγοράς των dry, από το 1947 έως σήμερα. Ουσιαστικά ενώνω τα peaks με τα drops και συνειδητοποιώ ότι είναι δύο παράλληλες γραμμές, με εξαίρεση το τι συνέβη το 2008, πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Ενδεικτικά, σας αναφέρω ότι το 2008 ναυλώναμε ένα bulk carrier στα $260.000-300.000/ημέρα, όταν μερικά χρόνια νωρίτερα ο ναύλος ήταν στα $15.000/ημέρα. Ήταν θέμα συχνότητας, όπως μας έχει διδάξει και η φυσική. Δηλαδή, η προσφορά bulk carriers κινούνταν σε χαμηλά επίπεδα και την ίδια ώρα η υπερανάπτυξη της Κίνας οδήγησε σε δυσθεώρητα επίπεδα τη ζήτηση για ξηρά φορτία. Και η συχνότητα αυτή μου χάλασε τη θεωρία (γελάει). H εφαπτόμενη της γραμμής της ναυλαγοράς ουσιαστικά αναπαριστά την πορεία του πληθωρισμού, διότι σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού αυξάνονται και τα OPEX. Κατά συνέπεια, όλα έχουν την ερμηνεία τους. Αν καταφέρεις να τα ερμηνεύσεις και να έχεις plan b, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα.
Απόσπασμα από τη συνέντευξη του κ. Σίμου Παληού στο τεύχος Απριλίου 2025 των Ναυτικών Χρονικών. Μπορείτε να αποκτήσετε το τεύχος Απριλίου πατώντας εδώ.
Content Original Link:
" target="_blank">